Τι πραγματικά έγινε τη δεκαετία του 1980 στην ελληνική οικονομία;

Η ΑΠΑΤΗ ΤΟΥ "ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ" ΚΡΑΤΟΥΣ

Η οικονομική κρίση έχει δώσει την ευκαιρία στους διαχειριστές του συστήματος -στην προκειμένη περίπτωση, στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ- για μια ολομέτωπη επίθεση ενάντια στους εργαζόμενους. Δεδηλωμένος στόχος (πέρα από τη μείωση των αποδοχών κατά 20-30% σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα) είναι η εξάλειψη και των τελευταίων υπολειμμάτων κρατικής κοινωνικής πολιτικής. Ιδεολογικός πολιορκητικός κριός είναι η διατυμπανιζόμενη «αναποτελεσματική και καταστροφική» κρατική παρέμβαση στην οικονομία και γι’ αυτό επιβάλλεται η (κατά το δυνατόν) πλήρης ιδιωτικοποίηση της οικονομίας. Κεντρικό ρόλο στην παραχώρηση γης και ύδατος στο ιδιωτικό κεφάλαιο, κατέχει η ιδεολογική διαστρέβλωση της ιστορικής εμπειρίας -των περιόδων που υπήρχε ισχυρή κρατική παρέμβαση στην οικονομία όπως ήταν η πρώτη περίοδος των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1980.
Τα παραπάνω μεθερμηνευόμενα οδηγούν σε μια διπλή επίθεση:
Πρώτον, ενάντια στους «υπεράριθμους και τεμπέληδες» δημόσιους υπαλλήλους.
Δεύτερον, ενάντια στον, υποτίθεται, «πολύ μεγάλο» δημόσιο τομέα της οικονομίας στην Ελλάδα. Ο οποίος, όπως όλα τα πράγματα, έχει και αυτός την προϊστορία του, που ανάγεται στην «αμαρτωλή δεκαετία του ΠΑΣΟΚ», τη δεκαετία του 1980.
Για τη Νέα Δημοκρατία η συζήτηση για την κρατική διαφθορά θα πρέπει να εκκινήσει από τη δεκαετία του 1980, τη «δεκαετία του ΠΑΣΟΚ» που έφερε το «γιγαντισμό του κράτους». Ο Κ. Μητσοτάκης δηλώνει:
«Είναι ανάγκη, χάριν της ιστορίας, να πούμε μία πολύ απλή αλήθεια: Φταίνε και τα δύο μεγάλα κόμματα, με τη διαφορά ότι δεν είναι ίσες οι ευθύνες. Η πραγματικότητα είναι ότι το 1981 ο Ανδρέας Παπανδρέου εισήγαγε για πρώτη φορά την πολιτική των ελλειμμάτων. Για να κάνει κοινωνική πολιτική με δανεικά, οδήγησε τη χώρα σε χρεοκοπία. Όπως λέει ο Γιούνκερ, το 1990 η Ελλάδα ήταν μία πτωχευμένη χώρα»
Ο Πάγκαλος, με το γνωστό απροκάλυπτα ταξικό τρόπο του, δεν αφήνει αμφιβολίες για την οριστική ρήξη της Σοσιαλδημοκρατίας με την παλιά εργατική της βάση:
«Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης […] για την κατάσταση στο δημόσιο τομέα είπε ότι η χώρα εισπράττει φόρους και δανείζεται “για να πληρώνει δημοσίους υπαλλήλους”».
Τα ερωτήματα λοιπόν που ανακύπτουν είναι:

Τι πραγματικά έγινε τη δεκαετία του 1980 στην ελληνική οικονομία;
Η περίοδος από το 1960 έως το 1973 αποτελεί τη «χρυσή περίοδο» του ελληνικού καπιταλισμού, με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και χαμηλό πληθωρισμό.
Η οικονομική αυτή ανάπτυξη δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας κάποιας «θαυμαστής» οικονομικής πολιτικής από μέρους των τότε ελληνικών κυβερνήσεων. Ήταν το αποτέλεσμα της γενικότερης παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης που ακολούθησε το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Η Ελλάδα λοιπόν, σε εκείνους τους καιρούς της μεγάλης ευρωπαϊκής (αλλά και παγκόσμιας) οικονομικής επέκτασης, εκκινώντας από χαμηλότερο οικονομικό επίπεδο απ’ ότι οι μεγάλες οικονομίες της δυτικής Ευρώπης, φυσιολογικά παρουσίαζε υψηλότερους ρυθμούς απ’ το μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Ο ρόλος του κράτους στην οικονομική ανάπτυξη ήταν καθοριστικός. Η «χρυσή περίοδος» του παγκόσμιου καπιταλισμού ήταν συνώνυμη του θριάμβου του κεϋνσιανισμού, της «μικτής οικονομίας» (άμεση κρατική παρέμβαση στην οικονομία με μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις παράλληλα με τον ιδιωτικό τομέα).
Παρά την υψηλή οικονομική ανάπτυξη οι ταξικές αντιθέσεις στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1960 ήσαν εκρηκτικές. Οι οικονομικοί δείκτες ευημερούσαν, οι άνθρωποι δυστυχούσαν. Το μέσο εργατικό εισόδημα κάλυπτε μόλις το 64% των απολύτως αναγκαίων δαπανών συντήρησης μιας οικογένειας. Επιπλέον, ούτε λόγος για συνδικαλιστικές ελευθερίες. Τη ΓΣΕΕ την έλεγχαν η κλίκα των «εργατοπατέρων» Μακρή – Θεωδόρου μέσω σωματείων σφραγίδων με την άμεση υποστήριξη του κρατικού αστυνομικού μηχανισμού.
Εάν το εργατικό εισόδημα ήταν πενιχρό, το μέσο αγροτικό εισόδημα αντιπροσώπευε μόλις το 46% του μέσου εισοδήματος στις πόλεις. Φυσιολογικά, η δεκαετία του 1960 ήταν η δεκαετία της έκρηξης των αγροτικών κινητοποιήσεων.
Οι κρατικές κοινωνικές δαπάνες βρίσκονταν στο χαμηλότερο δυνατό σημείο. Το αποτέλεσμα ήταν στα 1961 το 17,7% του πληθυσμού να ήταν αναλφάβητοι.

Η οικονομική ανάπτυξη διατήρησε τη δυναμική της και στη διάρκεια της δικτατορίας (1967-1974). Μοχλοί για την οικονομία ήταν η οικοδομή και ο τουρισμός. Η δικτατορία ακολούθησε μια σκανδαλώδη πολιτική υπέρ του ιδιωτικού κεφαλαίου, μια άγρια ταξική πολιτική με τους μισθούς να κρατιούνται πολύ χαμηλά.
Ωστόσο, πάντοτε στον καπιταλισμό, οι περίοδοι οικονομικής μεγέθυνσης ακολουθούνται από περιόδους κρίσης. Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1973-1974 έπληξε βαριά την ελληνική οικονομία η οποία παρουσίασε αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Το αρχικό σοκ της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης μπόρεσε γρήγορα να ξεπεραστεί. Το γεγονός αυτό οφειλόταν στο ότι η κρίση αφορούσε, αρχικά, κατά κύριο λόγο τις ανεπτυγμένες χώρες του κέντρου και η περιφέρεια (και επομένως και η Ελλάδα) επλήγησαν πολύ λιγότερο. Έτσι η Ελλάδα την περίοδο 1974-1979 είχε ρυθμό ανάπτυξης μεγαλύτερο του ΟΟΣΑ ή της τότε ΕΟΚ (αλλά και διψήφιο αριθμό πληθωρισμού).
Ωστόσο, η νέα επιδείνωση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που πυροδοτήθηκε το 1979 έπληξε αυτή τη φορά την Ελλάδα σοβαρά (όπως και όλες τις τότε αναπτυσσόμενες χώρες). Οι ρυθμοί μεγέθυνσης του ΑΕΠ μειώνονταν, οι επενδύσεις ήταν στάσιμες, ενώ ο στασιμοπληθωρισμός (οικονομική στασιμότητα και ταυτόχρονα υψηλός πληθωρισμός) προστέθηκε στα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας.
Η γενικότερη οικονομική επιβράδυνση που παρουσίαζε η ελληνική οικονομία στα τέλη της δεκαετίας του 1970, σήμαινε ότι ενώ οι δημόσιες δαπάνες αυξάνονταν, τα έσοδα του κράτους (από φόρους) μειώνονταν με αποτέλεσμα ο δημόσιος δανεισμός να ανέλθει στο 8,5% του ΑΕΠ (1981). Το εκλογικό έτος 1981 βρήκε την Ελλάδα σε κατάσταση στασιμοπληθωρισμού, μειούμενο ΑΕΠ (-1,6%) και αυξανόμενο πληθωρισμό (24,5%).
Η κορυφή του παγόβουνου ήταν η χειροτέρευση της ανταγωνιστικότητας των ιδιωτικών ελληνικών επιχειρήσεων και του ισοζυγίου πληρωμών. Το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο διευρύνθηκε από 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια (1971) σε 3 δισεκατομμύρια δολάρια (1975) και 6,8 δισεκατομμύρια δολάρια (1981).

Στα 1981 ήταν προφανές ότι η «χρυσή περίοδος» του ελληνικού καπιταλισμού είχε παρέλθει.
Σήμερα και τα δυο κόμματα εξουσίας διαγκωνίζονται για το ποιο είναι πιο νεοφιλελεύθερο, ποιο από τα δυο ξεπουλάει καλύτερα τη δημόσια περιουσία. Στη δεκαετία του 1970 τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Η κρατική παρέμβαση στην οικονομία δεν ετίθετο υπό αμφισβήτηση από τα κόμματα εξουσίας. Η τότε Νέα Δημοκρατία, τη δεκαετία του 1970, επέκτεινε την παρέμβαση του κράτους στην οικονομία.
Στα 1974 οι δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης ανήλθαν στο 28,4% του ΑΕΠ. Στα 1980 έφτασαν στο 31,8%, το 1981 έκαναν άλμα στο 38%. Ο δημόσιος τομέας επεκτάθηκε, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή του πρεσβύτερου κατηγορήθηκε για «σοσιαλμανία»(!) ενώ μια σειρά από τράπεζες και επιχειρήσεις κρατικοποιήθηκαν.

Η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου που προήλθε από τις εκλογές του Οκτωβρίου 1981 βρέθηκε αντιμέτωπη με μια βαθιά οικονομική κρίση στασιμοπληθωρισμού -οικονομική στασιμότητα και ταυτόχρονα πληθωρισμό. Η κυβέρνηση προχώρησε σε εκτεταμένο δανεισμό, κυρίως από εγχώριες τράπεζες, και προσπάθησε να στηρίξει τις ιδιωτικές επιχειρήσεις με ουσιαστικά δωρεάν δάνεια.
Η Ελλάδα ήταν μέλος της τότε ΕΟΚ, η οποία κατευθυνόταν από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 προς νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Στις χώρες της ΕΟΚ άρχισαν να επιβάλλονται πολιτικές περιορισμού των ελλειμμάτων των δημόσιων προϋπολογισμών ενώ στα 1985 οι κυβερνήσεις των κρατών μελών της ΕΟΚ συμφώνησαν σ’ ένα πρόγραμμα «απελευθέρωσης των αγορών προϊόντων, υπηρεσιών και κεφαλαίων».
Η Ελλάδα δεν ακολούθησε αυτή τη νέα νεοφιλελεύθερη συναίνεση της ΕΟΚ, και οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ προσπάθησαν να αναπτύξουν την οικονομία ακολουθώντας μια πολιτική που στηριζόταν στην κρατική παρέμβαση και τη δημοσιονομικά επεκτατική οικονομικά πολιτική -δηλαδή μια κλασσικού τύπου κεϋνσιανή πολιτική.
Γιατί διάλεξαν αυτόν τον δρόμο;
Όπως προείπαμε, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο ελληνικός καπιταλισμός βρισκόταν σε βαθιά κρίση. Στην κρίση συνέβαλαν ο αυξανόμενος διεθνής ανταγωνισμός και η καθίζηση των επενδύσεων στη δεκαετία του 1970. Η είσοδος της Ελλάδας στην ΕΟΚ, οδήγησε σε μείωση της προστασίας από το κράτος της ελληνικής οικονομίας και είχε σαν αποτέλεσμα να αναδειχθεί το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού. Το ανταγωνιστικό έλλειμμα έγινε εμφανές με την είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ το 1981 όταν οι ιδιώτες Έλληνες καπιταλιστές εξετέθησαν στον διαρκώς αυξανόμενο ανταγωνισμό με τα κεφάλαια των ανεπτυγμένων δυτικοευρωπαϊκών χωρών. Την περίοδο της οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα δεν έγιναν οι αναγκαίες συγχωνεύσεις επιχειρήσεων που θα επέτρεπαν τη δημιουργία μεγάλων ανταγωνιστικών μονάδων.
Επομένως, η ενεργός παρέμβαση του κράτους για τη διάσωση αυτών των επιχειρήσεων, μέσω του Οργανισμού για την Ανασυγκρότηση των Επιχειρήσεων (ΟΑΕ), που ιδρύθηκε το 1983, ήταν εκ των πραγμάτων επιβεβλημένη, γιατί σε διαφορετική περίπτωση, θα υπήρχε μαζική χρεοκοπία του πυρήνα της ελληνικής βιομηχανίας. Οι προβληματικές επιχειρήσεις, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, διατηρούνταν στη ζωή με δάνεια από τις κρατικές τράπεζες (ένα μέρος τους ήταν δωρεάν επιχορηγήσεις). Για τη διάσωση των ελλήνων καπιταλιστών το κράτος είχε φορτωθεί με τεράστια ελλείμματα (ακριβώς όπως συμβαίνει και σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα). Καθόλου τυχαία, το ΠΑΣΟΚ θα καταρρεύσει στο τέλος της δεκαετίας υπό το βάρος ενός τεραστίου σκανδάλου (σκάνδαλο Κοσκωτά).
Επομένως, και σε αντίθεση με όσα ισχυρίζεται σήμερα η νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα, τα τεράστια χρέη που συσσωρεύτηκαν τη δεκαετία του 1980 και διπλασίασαν το δημόσιο χρέος δεν οφείλονταν στην «κοινωνική πολιτική του ΠΑΣΟΚ», που δήθεν δανειζόταν για να πληρώνει «υπεράριθμους και τεμπέληδες δημόσιους υπάλληλους». Τα χρέη συσσωρεύτηκαν από τα τεράστια ποσά που ξοδεύτηκαν για τη διάσωση των ανίκανων και χρεοκοπημένων ιδιωτών καπιταλιστών της χώρας (μια πολιτική ακριβώς αντίστοιχη με τη σημερινή, που όμως αυτή τη φορά έχει τη συναίνεση και των δυο κομμάτων εξουσίας).
Το λογαριασμό της υπερχρέωσης του κράτους για να διασωθούν οι ιδιώτες καπιταλιστές κλίθηκαν να τον πληρώσουν οι εργαζόμενοι με σκληρή λιτότητα. Μετά τις βουλευτικές εκλογές του 1985 αποφασίστηκε να εφαρμοστεί, σε συνεννόηση με την Επιτροπή της ΕΟΚ (κάτι ανάλογο δηλαδή με το σημερινό πρόγραμμα της τρόϊκας), ένα πρόγραμμα «σταθεροποίησης» της οικονομίας, το οποίο συνοδεύτηκε από Κοινοτικό δάνειο ύψους 1,2 δισεκατομμυρίων ECU («προπάππου» του σημερινού ευρώ). Επικεφαλής του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας ετέθη ο Κώστας Σημίτης. Επιβλήθηκαν περιοριστικές πολιτικές, οι πιστώσεις περιορίστηκαν, οι φόροι αυξήθηκαν και οι πραγματικοί μισθοί περικόπηκαν δραστικά (κατά 13,3% στα 1986-87). Τα αποτελέσματα στην οικονομία ήταν πενιχρά, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης το 1986 ήταν 0,5%, ενώ το 1987 ήταν αρνητικός (-2,3%). Αποτέλεσμα ήταν ο εξαναγκασμός σε παραίτηση του Σημίτη, και η επαναφορά της προηγούμενης πολιτικής που τουλάχιστον οδήγησε σε αύξηση του ΑΕΠ (κατά 4,3% και 3,8% τα έτη 1988 και 1989 αντίστοιχα). Ωστόσο η ανάπτυξη ήταν ρηχή, με κύριο χαρακτηριστικό τη δημιουργία νέων κρατικών ελλειμμάτων (ο καθαρός δανεισμός της κυβέρνησης έφτασε το 14,4% του ΑΕΠ).
Το ότι το πρόβλημα του ελληνικού καπιταλισμού ήταν δομικό (ανταγωνιστικό έλλειμμα των ιδιωτών καπιταλιστών) και όχι κάποιου ανύπαρκτου «μεγάλου κρατικού τομέα», θα φανεί όταν τον Απρίλιο 1990 σχημάτισε κυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία υπό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Η κυβέρνηση προσπάθησε να εφαρμόσει θατσερικού τύπου «θεραπεία» στην ελληνική οικονομία. Το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικά κακό για τους έλληνες καπιταλιστές. Το πρόγραμμα «σταθεροποίησης της οικονομίας» 1991-1993 απέτυχε. Στα 1993 ο πληθωρισμός έτρεχε με 14,4%, ο ρυθμός του ΑΕΠ είχε γίνει αρνητικός (-1,6%), ο δανεισμός του δημοσίου αυξήθηκε στο 14% του ΑΕΠ, ενώ η ανεργία έφτασε το 10%.
Τελευταίο αλλά όχι έσχατο. Παρά τις μυθολογίες που διασπείρει η προπαγάνδα, το μέγεθος του δημοσίου τη δεκαετία του 1980 δεν ήταν μεγάλο σε σχέση με τις άλλες αναπτυγμένες χώρες. Πράγματι, το 1985 οι τρέχουσες και επενδυτικές δαπάνες της γενικής κυβέρνησης στην Ελλάδα αντι­στοιχούσαν στο 42,9% του ΑΕΠ της χώρας. Στις χώρες της ΕΕ το αντίστοιχο πο­σοστό ήταν 48,8% και στις χώρες του ΟΟΣΑ 38,8%. Το μέγεθος του ελληνικού δημοσίου το 1989 ήταν από τα μικρότερα του ΟΟΣΑ.
Όχι μόνο λοιπόν το δημόσιο δεν ήταν μεγάλο τη δεκαετία του 1980, αλλά ούτε είναι αληθές ότι το τότε ΠΑΣΟΚ το χαρακτήριζε οποιαδήποτε διάθεση να συγκρουστεί με το μεγάλο κεφάλαιο. Παρά τη μυθολογία για το «κοινωνικό ΠΑΣΟΚ» που δήθεν το χαρακτήριζε ο «άκρατος κρατικισμός και οι αθρόες κοινωνικές παροχές», και τότε, τη δεκαετία του 1980, δεν είχε αλλάξει τίποτα από την αισχρή χαριστική φορολογική πολιτική απέναντι στο ιδιωτικό κεφάλαιο που χαρακτηρίζει τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν είχαν καμιά πιθανότητα να αντέξουν το ξέσπασμα των ανταγωνιστικών πιέσεων μετά την προσχώρηση [στην Ε.Ε.]. Το ποσοστό των εισαγωγών στην εγχώρια πραγματική κατανάλωση αυξήθηκε από 25,8% (1978-1980) σε 43,1% (1989), ενώ ο αριθμός των μεγάλων εταιριών μειώθηκε.

Και τότε, την πλειοψηφία των φόρων την πλήρωναν οι μισθωτοί ενώ το κεφάλαιο είχε φορολογική ασυλία. Επομένως, το πραγματικό πρόβλημα δεν ήταν το μέγεθος του ελληνικού δημόσιου τομέα. Το δημόσιο συσσώρευε χρέη γιατί οι καπιταλιστές είχαν σκανδαλώδεις φοροαπαλλαγές.
ΠΗΓΗ: "ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ"

Δεν υπάρχουν σχόλια: