Η απελευθέρωση των αγορών κι ο αμόρφωτος καταναλωτής - πολίτης

Τόσο οι ιδιωτικοποιήσεις, όσο και η «απελευθέρωση» των αγορών (το άνοιγμα των «κλειστών» επαγγελμάτων κλπ), ακολουθούν τον παρακάτω απλουστευμένο δρόμο:

(α) Η «κοινή γνώμη» πείθεται έντεχνα ότι (κυρίως μέσω των ΜΜΕ), το άνοιγμα των αγορών θα έχει θετικά αποτελέσματα στη διαμόρφωση των τιμών καταναλωτή - οι οποίες τότε θα ακολουθήσουν πτωτική πορεία. Έτσι, ο «λαός» τοποθετείται εχθρικά απέναντι σε όλους εκείνους, οι οποίοι «επαναστατούν», εκμηδενίζοντας δυστυχώς τις όποιες αντιδράσεις τους (απεργίες, διαδηλώσεις κλπ).
Σε κάποιες ειδικές περιπτώσεις, δημιουργούνται σκόπιμα οι προϋποθέσεις «λαϊκών αντιδράσεων» απέναντι στα κρατικά μονοπώλια («black out» κλπ), έτσι ώστε να αποδυναμωθούν εντελώς τα τυχόν δραστήρια συνδικαλιστικά κινήματα τους – να χάσουν την υποστήριξη της κοινής γνώμης δηλαδή και να βρεθούν αντιμέτωπα με εχθρικά ΜΜΕ, όπως έχει συμβεί σε κάποιες άλλες χώρες, στις οποίες «εισέβαλλε» το εξαιρετικά ικανό και έμπειρο ΔΝΤ.

(β) Οι αγορές ανοίγουν «με εντολή των Θεσμών» (ΔΝΤ, κυβερνήσεις, διακρατικές ενώσεις κλπ) οπότε, στα πρώτα στάδια της διαδικασίας, εντείνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των επαγγελματιών ή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα πράγματι την «υποχώρηση» των τιμών – επομένως, τεκμηριώνεται απόλυτα το «αξίωμα», το βασικό «δόγμα» καλύτερα του διεθνούς κεφαλαίου.

(γ) Η υποχώρηση των τιμών οδηγεί στη χρεοκοπία πολλούς επαγγελματίες ή μικρομεσαίες εταιρείες, οι οποίες δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν με το συνεχώς αυξανόμενο ανταγωνισμό – πόσο μάλλον όταν «υποδαυλίζουν» την αδυναμία τους οι τράπεζες, αρνούμενες «κατ’ εντολήν» να τους εγκρίνουν δάνεια. Εκτός αυτού, προβληματίζει τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, κοινωφελείς ή μη (όπως για παράδειγμα τη ΔΕΗ, την ΕΥΔΑΠ, την ΕΥΑΘ κλπ) οι οποίες, μη έχοντας τη δυνατότητα να ανταγωνιστούν τις πολυεθνικές που «εισβάλλουν» στα εθνικά εδάφη τους, υποχρεώνονται στην εκποίηση τους - στην απορρόφηση τους δηλαδή από αυτές.
Προφανώς οι ίδιες σπάνια μπορούν να επεκταθούν στα «ξένα εδάφη», αφού η μικρή εσωτερική αγορά τους δεν επιτρέπει την ενίσχυση ενδεχομένων επεκτατικών προγραμμάτων - όπως συμβαίνει με τις πολυεθνικές των ισχυρών κρατών, δια των μεθόδων του damping (υψηλές τιμές στις εθνικές αγορές τους, χαμηλές στις εξωτερικές,επιδοτήσεις του εργατικού κόστους κ.α.) ή άλλων.

(δ) Ο αριθμός των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται πλέον στην εκάστοτε αγορά που απελευθερώνεται μειώνεται διαρκώς, με αποτέλεσμα το περιορισμό του ανταγωνισμού και την εγκαθίδρυση «ολιγοπωλιακών δομών» (ουσιαστικά, νέο-φεουδαρχικών). Η μισθοί μειώνονται και η ανεργία αυξάνεται - αφενός μεν από τις επιχειρήσεις που χρεοκοπούν, αφετέρου δε από τις απολύσεις, με τις οποίες οι πολυεθνικές τείνουν να εξορθολογήσουν τη λειτουργία τους και να μεγεθύνουν τα κέρδη τους. Οι σχετικά ελάχιστες επιχειρήσεις που απομένουν, δεν έχουν κανέναν αντικειμενικό λόγο να διατηρήσουν τον προϋπάρχοντα τιμολογιακό ή μισθολογικό ανταγωνισμό.

(ε) Οι τιμές αρχίζουν να αυξάνονται, ενώ στη συνέχεια ξεπερνούν κατά πολύ τα επίπεδα πριν την «απελευθέρωση» - έτσι ώστε οι πολυεθνικές εταιρείες που έχουν πλέον κυριαρχήσει, να υπερκαλύψουν τις αρχικές τους «επενδύσεις», οι οποίες είχαν απώτερο στόχο τη μόνιμη εγκατάσταση των «ολιγοπωλιακών δομών». Χωρίς καμία αμφιβολία, είναι πλέον πολύ αργά τότε να αντιδράσουν οι καταναλωτές.

Ολοκληρώνοντας, θεωρούμε σκόπιμη την τεκμηρίωση της παραπάνω ανάλυσης μας, ειδικά όσον αφορά την εξέλιξη των τιμών καταναλωτή σε μία αγορά που «απελευθερώνεται», με τη βοήθεια της πραγματικότητας σε μία ισχυρή χώρα, με σχετικά φτωχούς κατοίκους: στη Γερμανία, όπου το 20% των εργαζομένων της αμείβεται δυστυχώς με λιγότερα από 5 € την ώρα (μικτά, πηγή: Spiegel).

“Σε σύγκριση με τον Απρίλιο του 1998, με το έτος δηλαδή που απελευθερώθηκε η αγορά του ηλεκτρικού ρεύματος”, διαβάζουμε στιςγερμανικές εφημερίδες του 2006 (FAZ), “όχι μόνο εκμηδενίσθηκαν τα αρχικά κέρδη της απελευθέρωσης για τους καταναλωτές αλλά, αντίθετα, επιβαρύνθηκαν πολύ περισσότερο. Τα γερμανικά νοικοκυριά είναι υποχρεωμένα σήμερα να πληρώνουν πάνω από 25% ακριβότερα το ρεύμα, ενώ η βιομηχανία γύρω στο 15%. Οι τιμές του φυσικού αερίου ευρίσκονται στα ανώτερα επίπεδα της ΕΕ, ενώ οι βιομηχανικές επιχειρήσεις με περιορισμένη κατανάλωση ρεύματος, πληρώνουν τις ακριβότερες τιμές στην Ευρώπη. Ένα μέσο γερμανικό νοικοκυριό πληρώνει 19,83 σεντς την κιλοβατώρα, όταν ένα αντίστοιχο γαλλικό μόλις 12,20 σεντς – ένα ελβετικό 12,12 και ένα ελληνικό περί τα 10,00 σεντς”.

“Παρά το υψηλό επίπεδο των τιμών”, συνεχίζει το άρθρο από τον Αύγουστο του 2006, “οι περισσότερες εταιρείες παροχής ηλεκτρικού ρεύματος έχουν καταθέσει αιτήσεις αύξησης των τιμών τους για το 2007, μεταξύ 7% και 20%, στα υπεύθυνα τοπικά κοινοβούλια. Οι επιχειρήσεις αυτές αιτιολογούν τις αιτήσεις αύξησης των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος, στη βάση των αυξήσεων της τιμής αγοράς του - έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται από το χρηματιστήριο ενέργειας της Λειψίας. Η εκμετάλλευση των καταναλωτών από το ολιγοπώλιο της ενέργειας, η οποία ευρίσκεται στα χέρια τεσσάρων μόλις επιχειρήσεων (Eon, RWE, Vattenfallκαι ENBW), θα πρέπει, σύμφωνα με την κυβέρνηση, να καταπολεμηθεί άμεσα”.

Ακριβώς τέσσερα χρόνια αργότερα (Αύγουστος του 2010), διαβάζουμε ξανά στις γερμανικές εφημερίδες (Zeit): “Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, οι ενεργειακοί όμιλοι αύξησαν υπερβολικά τις τιμές τους, «αφαιρώντας» από καταναλωτές πολλά εκατομμύρια Ευρώ. Οι τιμές αυξήθηκαν με απαράδεκτες δικαιολογίες, ενώ φαίνεται ότι εκμεταλλεύτηκαν τη μονοπωλιακή δομή τους εις βάρος των καταναλωτών. Κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι επικρατεί ανταγωνισμός μεταξύ τους. Η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος ακολουθεί την ίδια πορεία εδώ και πολλά χρόνια –είναι μονοδρομημένα ανοδική”. Φυσικά, η τιμή αγοράς του ηλεκτρικού ρεύματος στη Γερμανία, διαμορφώνεται με τη βοήθεια του χρηματιστηρίου ενέργειας της Λειψίας - με τη συμμετοχή του χρηματοπιστωτικού κλάδου δηλαδή, έτσι ακριβώς όπως συνέβη με την Καλιφόρνια και την Enron.

Τα δύο παραπάνω άρθρα των γερμανικών εφημερίδων, με τέσσερα χρόνια διαφορά μεταξύ τους, είναι χαρακτηριστικά, σε σχέση με την απελευθέρωση των αγορών, καθώς επίσης με το κατά πόσο ωφέλιμες είναι γενικά (όχι μόνο για την Ελλάδα) οι ιδιωτικοποιήσεις των κοινωφελών επιχειρήσεων για τον καταναλωτή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: