Κρίση χρέους ή οικονομικού μοντέλου;

Που οφείλονται τα χρόνια ελλείμματα του ελληνικού δημοσίου;
Σε αντίθεση με την άποψη που θέλει το κράτος να ξοδεύει συστηματικά περισσότερο από τις άλλες χώρες της Ε.Ε., οι συνολικές δαπάνες του δημοσίου τα τελευταία χρόνια, ήταν χαμηλότερες από τον μέσο όρο των υπόλοιπων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με εξαίρεση το 2008.
Ούτε είναι αλήθεια πως η Ελλάδα ξοδεύει υπερβολικά πολλά για αμοιβές δημοσίων υπαλλήλων. Το 2008 οι δαπάνες για προσωπικό ανήλθαν στο 11,5% του ΑΕΠ ενώ για την Ευρώπη των 27 ο μέσος όρος ήταν στο 10,1%.
Εκεί που υπάρχει πρόβλημα είναι στα έσοδα. Το 2008 τα έσοδα του κράτους ανήλθαν στο 40,6% του ΑΕΠ έναντι 44,8% στην Ευρώπη των 27, ενώ αυτή η απόκλιση παρατηρείται όλη τη δεκαετία 1998-2008.
Αυτά είναι τα αποτελέσματα της εκτεταμένης φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής στην Ελλάδα. Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΝΕ ΓΣΕΕ:
«Η πραγματική φορολογική επιβάρυνση της εργασίας στην Ελλάδα (35,5%, 2007) αντιστοιχεί στο μέσο όρο της Ε.Ε-25 (36,4%, 2006), ενώ η πραγματική φορολογική επιβάρυνση για τα κέρδη ανέρχεται σχεδόν στο ήμισυ του μέσου όρου της Ε.Ε -25 (15,9% στην Ελλάδα, έναντι 33% στην Ε.Ε-25). Παράλληλα από την ανάλυση και επεξεργασία των στοιχείων που αφορούν τους άμεσους και έμμεσους φόρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση – 15 (Eurostat, Μάιος 2009) προκύπτει ότι οι άμεσοι φόροι στην Ελλάδα φτάνουν στο 7,7% του ΑΕΠ το 2008, ενώ στην ΕΕ – 15 ήταν 12,2% αντίστοιχα. Οι έμμεσοι φόροι στην Ελλάδα ήταν 12,3% του ΑΕΠ το 2008, ενώ στην ΕΕ -15 ήταν 13% αντίστοιχα. Έτσι οι έμμεσοι φόροι στην Ελλάδα ως ποσοστό του συνόλου των άμεσων και έμμεσων φόρων από 59,2% το 2004 αυξήθηκαν σε 61,5% το 2008, ενώ στην Ε.Ε. -15 μειώθηκαν από 53,9% το 2004 σε 51,6% το 2008».
Το ελληνικό κράτος έχει δημιουργήσει ένα ιδιαίτερα υψηλό δημόσιο χρέος το οποίο στις δεδομένες αντίξοες διεθνείς συνθήκες και εξαιτίας των διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας (μεγάλο και χρόνιο έλλειμμα του προϋπολογισμού, συστηματικά υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αρνητική καθαρή εθνική αποταμίευση), δεν είναι σε θέση να το χρηματοδοτήσει. Το χρέος αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην συστηματική υστέρηση των φορολογικών εσόδων εξαιτίας της φοροδιαφυγής η οποία συνιστά μία έμμεση πριμοδότηση των επιχειρηματικών κερδών και του εισοδήματος των οικονομικά ισχυρότερων στρωμάτων, σε βάρος των μισθωτών.

Αφότου η χρηματιστική οικονομία αντικατέστησε την πραγματική και το δανεικό χρήμα αντικατέστησε το παραγωγικό, ήταν θέμα χρόνου η πρώτη κρίση αυτού του οικονομικού μοντέλου. Η ουσιαστική χρεοκοπία και η ολική κατάρρευση ολόκληρου του χρηματοπιστωτικού συστήματος αποφεύχθη χάρη στην έγκαιρη παρέμβαση των κρατών με την στήριξη των τραπεζών και την κρατικοποίηση μεγάλου μέρους των χρεών τους (δεύτερη φάση της κρίσης). Η κρατικοποίηση των χρεών του τραπεζικού τομέα και τα πακέτα στήριξης των οικονομιών που εφάρμοσαν τα κράτη σε συνδυασμό με τα μειωμένα έσοδά τους εξαιτίας της ύφεσης οδήγησαν σε έκρηξη του δημόσιου δανεισμού για σχεδόν το σύνολο των ανεπτυγμένων (και όχι μόνο) χωρών δίνοντας έναυσμα στην τρίτη φάση της κρίσης που σηματοδοτεί η κρίση του δημόσιου χρέους.
Η ξαφνική και κατακόρυφη αύξηση των αναγκών δανεισμού των κρατών αύξησε δραματικά τη ζήτηση για κεφάλαια στις διεθνείς χρηματαγορές. Το αποτέλεσμα αυτής της έκρηξης της ζήτησης και της περιστολής της προσφοράς είναι η αύξηση του κόστους του χρήματος και η μεγαλύτερη επιλεκτικότητα των διεθνών επενδυτών στο που επιλέγουν να επενδύσουν. Εμφανίστηκε μία τάση προτίμησης ασφαλών επενδύσεων και περιορισμού του ρίσκου, με συνέπεια χώρες με αδύναμες οικονομίες να αδυνατούν να αντλήσουν κεφάλαια ή προκειμένου να το πετύχουν να πληρώνουν ιδιαίτερα υψηλό επιτόκιο σε σχέση με πριν. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες αναγκάστηκε να βγει για δανεισμό η Ελλάδα το 2010, θέλοντας να χρηματοδοτήσει ένα εξαιρετικά υψηλό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ (115% το 2009) συνοδευόμενο από ένα εξίσου υψηλό έλλειμμα του προϋπολογισμού (12,9% του ΑΕΠ για το 2009) τη στιγμή που η οικονομία κατέγραφε ύφεση 2% το προηγούμενο έτος.

Ωστόσο τα ελλείμματα της Ελλάδας δεν είναι συγκυριακά, αποτέλεσμα της διεθνούς κρίσης. Η χώρα εμφανίζει συστηματικά ελλείμματα άνω του 3% του ΑΕΠ όλη την περίοδο από το 1991 μέχρι και το 2010.
Κερδοσκοπικά παιχνίδια σαφώς και παίζονται, με αποτέλεσμα να επιβαρύνουν με τη σειρά τους τα επιτόκια δανεισμού αλλά δεν είναι η βασική πηγή του προβλήματος. Το δημόσιο χρέος μίας χώρας είναι διατηρήσιμο όταν της επιτρέπει να πληρώνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτό (τόκοι και τοκοχρεολύσια) χωρίς να καταφεύγει σε νέο δανεισμό ή αναδιαπραγμάτευση του, διατηρώντας ταυτόχρονα ένα σεβαστό ρυθμό ανάπτυξης.
Το τριετές πρόγραμμα προσαρμογής που ανακοίνωσε η κυβέρνηση στις 3 του Μάρτη είναι ένα από τα πιο φιλόδοξα και σκληρά προγράμματα που έχουν εφαρμοστεί στην ιστορία. Η κυβέρνηση γνώριζε ότι η εφαρμογή του θα σήμαινε μία βαθιά ύφεση για την ελληνική οικονομία. Αυτό θα είχε ως συνέπεια τη μείωση των κρατικών εσόδων και άρα αδυναμία επίτευξης του αρχικού στόχου μείωσης του ελλείμματος και καταφυγή σε νέα περιοριστικά μέτρα που με τη σειρά τους θα οδηγούσαν σε ακόμη μεγαλύτερη πτώση του εθνικού προϊόντος καταλήγοντας σε ένα φαύλο κύκλο.
Βεβαίως υπάρχουν και άλλες χώρες με εξίσου υψηλό ή υψηλότερο χρέος από την Ελλάδα. Η Ιταλία είχε το 2009 χρέος 115 %, όμως διαθέτει σχετικά υψηλή εγχώρια αποταμίευση (16,7% του ΑΕΠ, ακαθάριστη), ενώ το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών της ήταν πολύ χαμηλό (2,4%), κάτι που περιορίζει την ανάγκη για εξωτερικό δανεισμό. Ταυτόχρονα διαθέτει την τρίτη μεγαλύτερη αγορά ομολόγων στον κόσμο. Η Ιαπωνία είχε χρέος 200% του ΑΕΠ το 2009, ωστόσο έχει μία πολύ υψηλή εγχώρια αποταμίευσή (23% του ΑΕΠ, ακαθάριστη) και πλεόνασμα στο ισοζύγιο πληρωμών 1,8% του ΑΕΠ. Το χρέος της είναι κατά 96% εσωτερικό, με τα επιτόκια να διαμορφώνονται από την κεντρική της τράπεζα (το επιτόκιο για το δεκαετές ομόλογο του Ιαπωνικού δημοσίου είναι 2%).
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος πως η χώρα θα έπρεπε να απευθυνθεί στην εσωτερική αγορά για να καλύψει τις δανειακές της ανάγκες εκδίδοντας για παράδειγμα ένα λαϊκό ομόλογο με χαμηλότερο επιτόκιο. Η προσπάθεια εσωτερικού δανεισμού θα προκαλούσε μαζική απόσυρση καταθέσεων από τις τράπεζες που θα τις οδηγούσε είτε στο να αυξήσουν δραστικά τα επιτόκια για να προσελκύσουν καταθέτες, αυξάνοντας το κόστος δανεισμού στον ιδιωτικό τομέα και εμβαθύνοντας την ύφεση, είτε σε ολική τους κατάρρευση λόγω της διάβρωσης της κεφαλαιακής επάρκειάς τους.

Η κρίση του δημόσιου χρέους που ξεδιπλώνεται με δραματικούς ρυθμούς μπροστά στα μάτια μας τους τελευταίους μήνες έχει καταστήσει σαφές πως το μοντέλο ανάπτυξης που είχε στηριχθεί όλα τα προηγούμενα χρόνια η ελληνική οικονομία δεν είναι πλέον βιώσιμο. Η οικονομική μεγέθυνση που βασίστηκε στην ιδιωτική κατανάλωση που χρηματοδοτούνταν με δανεισμό τόσο των ιδιωτών όσο και του κράτους έχει εξαντλήσει τη δυναμική της, ενώ το τεράστιο χρέος που συσσώρευσε καθιστά το ενδεχόμενο της χρεοκοπίας πολύ πιθανό. Οι συνέπειες για τους εργαζόμενους και τα φτωχά λαϊκά στρώματα είναι πολύ άσχημες, αλλά βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή της κρίσης. Η κυβέρνηση αξιοποίησε τον πολύ ορατό κίνδυνο της χρεοκοπίας για να περάσει μία σειρά αντεργατικών μέτρων που πλήττουν βάναυσα το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Ωστόσο τα μέτρα αυτά θα βυθίσουν τη χώρα σε μεγαλύτερη ύφεση αναπαράγοντας με χειρότερους όρους το πρόβλημα του χρέους, προδιαγράφοντας νέα μέτρα λιτότητας και δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: