Μετανάστης, λαθρομετανάστης, πρόσφυγας, ανεπιθύμητος.
Σου δώσαμε απλόχερα πολλούς τίτλους.
Ξένος σε ξένη χώρα.
Διωγμένος από την πατρίδα σου,
-την κάναμε δική μας,
-ζώνη επιρροής και συμφερόντων, την είπαμε.
Σαν τους βαρβάρους,
-την ειρήνη ήρθαμε να σου φέρουμε,
-έτσι βαφτίσαμε την εισβολή.
Κι εσύ,
-την αρνήθηκες,
-τόλμησες και ν αντισταθείς.
Φωτιά σκορπούσαν στο διάβα τους, τα αστραφτερά σιδερένια πουλιά που στείλαμε, με την μορφή λευκού περιστεριού, κι εσύ, τρόμαξες, κατάρα θεού την είπες.
Του δικού σου θεού «καταραμένε», ο δικός μας είναι καλός, ευλόγησε τα όπλα μας, και καθοδήγησε τον δρόμο μας, είναι μαζί μας.
Μα, είναι για το καλό σου, γιατί δεν το καταλαβαίνεις «καθυστερημένε;»
Να σου μάθουμε την δημοκρατία και ελευθερία θέλουμε, «αγράμματε».
Να σου μάθουμε τρόπους καλής συμπεριφοράς, «αγροίκε».
Να σου μάθουμε πως να προσκυνάς τον αφέντη και ευεργέτη, «δούλε».
Αχάριστε, προσκύνα.
Τον πλούτο σου να νοικοκυρέψουμε θέλουμε, με το αζημίωτο βέβαια, για τις υπηρεσίες που σου προσφέρουμε, γιατί φέρνεις αντίρρηση;
Εσύ, δεν ξέρεις να τον κουμαντάρεις.
Εμείς ξέρουμε, είμαστε μορφωμένοι.
Και συ δύστυχε,
Μην έχοντας τίποτα άλλο πλέον, πέρα από τη ζωή σου, μη μπορώντας να λυγίσεις άλλο τη μέση σου, πήρες το δρόμο της φυγής με η χωρίς προορισμό.
Ή μάλλον προς τον παράδεισο των πολιτισμένων, έτσι πίστεψες.
Αναζητώντας καταφύγιο στον πολιτισμό των λεγόμενων προοδευμένων χωρών.
Δρόμο χωρίς επιστροφή.
Στοιβαγμένος σαν εμπόρευμα σε μεταφερόμενα κλουβιά φυλακές.
Αφού σου πήραν ότι είχες και δεν είχες τα κυκλώματα των εμπόρων της ελπίδας.
Δρόμο με τον θάνατο να παραμονεύει σε κάθε σου βήμα.
Ένοιωσες την φρίκη βλέποντας τον συνάνθρωπο σου να βυθίζεται με τα σαπιοκάραβα των δουλεμπόρων που μετατράπηκαν σε πλωτά φέρετρα.
Είδες τους ακρωτηριασμούς και τον διαμελισμό κορμιών, ακόμα και μικρών παιδιών από της παγίδες βόμβες των λεγόμενων πολιτισμένων λαών.
Πάνω απ όλα η διαφύλαξη των συνόρων τους από την εισβολή των πεινασμένων.
Να, τώρα στήνουν και συρματόπλεγμα, το είπε με στόμφο και περισσή αλαζονεία ο υπουργός.
Αντίκρισες και ένοιωσες ταυτόχρονα,
- τη χαρά της υποτιθέμενης ελευθερίας, που γι αυτήν ξεκίνησες.
- την αγωνία της απέλασης,
- και τα μπουντρούμια τους, αδίστακτοι οι διώκτες σου.
Για τροφή καταφεύγεις στους κάδους απορριμμάτων.
Και στην φιλευσπλαχνία των περαστικών, καθώς απλώνεις το χέρι.
Περισσεύεις, «άθλιε», σαν τα αποφάγια που αναζητάς, την πείνα σου να ξεγελάσεις.
Βέβαια, έχεις ακόμα τα μπράτσα σου, στην δούλεψη τους να προσφέρεις.
Να, ήρθαν τα νέα αφεντικά, κουστούμι, γραβάτα, χαμόγελο, όλο υποσχέσεις.
Με τη λιμουζίνα τους, να σε θαμπώσουν, σαν τα αρπακτικά.
Την υπηρεσία σου θέλουν.
Την πραμάτεια τους να φροντίσεις.
Προς στιγμή πίστεψες πως τα βάσανα τελείωσαν.
Έπεσες με τα μούτρα στη δουλειά.
Η στέγη που σου πρόσφεραν σου έδωσε την αίσθηση κάποιας ασφάλειας.
Η τροφή δεν προέρχονταν από τους σκουπιδότοπους.
Όμως διωγμένε, αλλοίμονο, όνειρο ήταν, και το ξύπνημα φρικτό.
Στημένη λεμονόκουπα θυμίζεις.
Άλλο δεν τους είσαι χρήσιμος, και μην τολμήσεις φωνή να βγάλεις.
Τα χαμόγελα γίνανε μίσος, οι γραβάτες μαστίγιο, οι λιμουζίνες κλουβιά φυλακές.
Οι ένστολοι επί το έργο τους, στην υπηρεσία του ίδιου αφέντη, σου θύμισε τους βάρβαρους που την πατρίδα σου διαφεντεύουν, οι ίδιοι είναι.
Μην απορείς, ίδιος αφέντης, η γη δική τους, η πραμάτεια δική τους, ο στρατός τους, όλα δικά τους.
Κι εσύ, περισσεύεις, σαν την φλούδα απ' τον καρπό που μάζευες, για πέταμα, αναλώσιμο είδος, τέτοια έχει πολλά στην πιάτσα.
Μα, κάτω μη το βάλεις, στο διάβα σου κατατρεγμένε κι άλλους θα βρεις, με τα λάβαρα σηκωμένα, με γροθιές σφιγμένες, με πρόσωπα χαρακωμένα, αλλά κι αποφασισμένα.
Τα χρώματα δεν τους χωρίζουν, τους ενώνουν, ίδιες ανησυχίες, ίδια βιώματα, με ή χωρίς πατρίδα.
Μαζί τους σμίξε, ρυάκι γίνε στο ίδιο κοινό ποτάμι να βρεθείς.
Κοινά τα οράματα, κοινός ο δρόμος, κοινός κι ο στόχος, πατρίδα δική σου για να αποκτήσεις, την δύναμη σου σαν ενώσεις, τον αφέντη μπορείς και πρέπει να καταργήσεις.
Εσύ εργάτη, που με τα χέρια σου, τον ιδρώτα και το αίμα σου τον κόσμο κτίζεις, αλληλέγγυος στάσου στον διωγμένο από τον τόπο του συνάδερφο, το ίδιο αφεντικό σας έχει αλυσοδεμένους.
Μαζί, μπορείτε να σπάσετε τις αλυσίδες.
Την εξουσία διεκδικήστε.
Κι εσύ νοικοκύρη, που το βιός σου θέλεις να προστατέψεις, λάθος στόχο διαλέγεις.
Θα έρθει κι η σειρά σου που τα υπάρχοντά σου, άλλο δεν θα μπορέσεις να κρατήσεις.
H εισβολή έρχεται σαν χιονοστιβάδα - κρίση την λένε - τα όνειρα σου θα σκεπάσει, μετανάστης στον τόπο σου θα καταντήσεις.
ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑ ΓΕΝΑΡΗΣ 2011.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
Σου δώσαμε απλόχερα πολλούς τίτλους.
Ξένος σε ξένη χώρα.
Διωγμένος από την πατρίδα σου,
-την κάναμε δική μας,
-ζώνη επιρροής και συμφερόντων, την είπαμε.
Σαν τους βαρβάρους,
-την ειρήνη ήρθαμε να σου φέρουμε,
-έτσι βαφτίσαμε την εισβολή.
Κι εσύ,
-την αρνήθηκες,
-τόλμησες και ν αντισταθείς.
Φωτιά σκορπούσαν στο διάβα τους, τα αστραφτερά σιδερένια πουλιά που στείλαμε, με την μορφή λευκού περιστεριού, κι εσύ, τρόμαξες, κατάρα θεού την είπες.
Του δικού σου θεού «καταραμένε», ο δικός μας είναι καλός, ευλόγησε τα όπλα μας, και καθοδήγησε τον δρόμο μας, είναι μαζί μας.
Μα, είναι για το καλό σου, γιατί δεν το καταλαβαίνεις «καθυστερημένε;»
Να σου μάθουμε την δημοκρατία και ελευθερία θέλουμε, «αγράμματε».
Να σου μάθουμε τρόπους καλής συμπεριφοράς, «αγροίκε».
Να σου μάθουμε πως να προσκυνάς τον αφέντη και ευεργέτη, «δούλε».
Αχάριστε, προσκύνα.
Τον πλούτο σου να νοικοκυρέψουμε θέλουμε, με το αζημίωτο βέβαια, για τις υπηρεσίες που σου προσφέρουμε, γιατί φέρνεις αντίρρηση;
Εσύ, δεν ξέρεις να τον κουμαντάρεις.
Εμείς ξέρουμε, είμαστε μορφωμένοι.
Και συ δύστυχε,
Μην έχοντας τίποτα άλλο πλέον, πέρα από τη ζωή σου, μη μπορώντας να λυγίσεις άλλο τη μέση σου, πήρες το δρόμο της φυγής με η χωρίς προορισμό.
Ή μάλλον προς τον παράδεισο των πολιτισμένων, έτσι πίστεψες.
Αναζητώντας καταφύγιο στον πολιτισμό των λεγόμενων προοδευμένων χωρών.
Δρόμο χωρίς επιστροφή.
Στοιβαγμένος σαν εμπόρευμα σε μεταφερόμενα κλουβιά φυλακές.
Αφού σου πήραν ότι είχες και δεν είχες τα κυκλώματα των εμπόρων της ελπίδας.
Δρόμο με τον θάνατο να παραμονεύει σε κάθε σου βήμα.
Ένοιωσες την φρίκη βλέποντας τον συνάνθρωπο σου να βυθίζεται με τα σαπιοκάραβα των δουλεμπόρων που μετατράπηκαν σε πλωτά φέρετρα.
Είδες τους ακρωτηριασμούς και τον διαμελισμό κορμιών, ακόμα και μικρών παιδιών από της παγίδες βόμβες των λεγόμενων πολιτισμένων λαών.
Πάνω απ όλα η διαφύλαξη των συνόρων τους από την εισβολή των πεινασμένων.
Να, τώρα στήνουν και συρματόπλεγμα, το είπε με στόμφο και περισσή αλαζονεία ο υπουργός.
Αντίκρισες και ένοιωσες ταυτόχρονα,
- τη χαρά της υποτιθέμενης ελευθερίας, που γι αυτήν ξεκίνησες.
- την αγωνία της απέλασης,
- και τα μπουντρούμια τους, αδίστακτοι οι διώκτες σου.
Για τροφή καταφεύγεις στους κάδους απορριμμάτων.
Και στην φιλευσπλαχνία των περαστικών, καθώς απλώνεις το χέρι.
Περισσεύεις, «άθλιε», σαν τα αποφάγια που αναζητάς, την πείνα σου να ξεγελάσεις.
Βέβαια, έχεις ακόμα τα μπράτσα σου, στην δούλεψη τους να προσφέρεις.
Να, ήρθαν τα νέα αφεντικά, κουστούμι, γραβάτα, χαμόγελο, όλο υποσχέσεις.
Με τη λιμουζίνα τους, να σε θαμπώσουν, σαν τα αρπακτικά.
Την υπηρεσία σου θέλουν.
Την πραμάτεια τους να φροντίσεις.
Προς στιγμή πίστεψες πως τα βάσανα τελείωσαν.
Έπεσες με τα μούτρα στη δουλειά.
Η στέγη που σου πρόσφεραν σου έδωσε την αίσθηση κάποιας ασφάλειας.
Η τροφή δεν προέρχονταν από τους σκουπιδότοπους.
Όμως διωγμένε, αλλοίμονο, όνειρο ήταν, και το ξύπνημα φρικτό.
Στημένη λεμονόκουπα θυμίζεις.
Άλλο δεν τους είσαι χρήσιμος, και μην τολμήσεις φωνή να βγάλεις.
Τα χαμόγελα γίνανε μίσος, οι γραβάτες μαστίγιο, οι λιμουζίνες κλουβιά φυλακές.
Οι ένστολοι επί το έργο τους, στην υπηρεσία του ίδιου αφέντη, σου θύμισε τους βάρβαρους που την πατρίδα σου διαφεντεύουν, οι ίδιοι είναι.
Μην απορείς, ίδιος αφέντης, η γη δική τους, η πραμάτεια δική τους, ο στρατός τους, όλα δικά τους.
Κι εσύ, περισσεύεις, σαν την φλούδα απ' τον καρπό που μάζευες, για πέταμα, αναλώσιμο είδος, τέτοια έχει πολλά στην πιάτσα.
Μα, κάτω μη το βάλεις, στο διάβα σου κατατρεγμένε κι άλλους θα βρεις, με τα λάβαρα σηκωμένα, με γροθιές σφιγμένες, με πρόσωπα χαρακωμένα, αλλά κι αποφασισμένα.
Τα χρώματα δεν τους χωρίζουν, τους ενώνουν, ίδιες ανησυχίες, ίδια βιώματα, με ή χωρίς πατρίδα.
Μαζί τους σμίξε, ρυάκι γίνε στο ίδιο κοινό ποτάμι να βρεθείς.
Κοινά τα οράματα, κοινός ο δρόμος, κοινός κι ο στόχος, πατρίδα δική σου για να αποκτήσεις, την δύναμη σου σαν ενώσεις, τον αφέντη μπορείς και πρέπει να καταργήσεις.
Εσύ εργάτη, που με τα χέρια σου, τον ιδρώτα και το αίμα σου τον κόσμο κτίζεις, αλληλέγγυος στάσου στον διωγμένο από τον τόπο του συνάδερφο, το ίδιο αφεντικό σας έχει αλυσοδεμένους.
Μαζί, μπορείτε να σπάσετε τις αλυσίδες.
Την εξουσία διεκδικήστε.
Κι εσύ νοικοκύρη, που το βιός σου θέλεις να προστατέψεις, λάθος στόχο διαλέγεις.
Θα έρθει κι η σειρά σου που τα υπάρχοντά σου, άλλο δεν θα μπορέσεις να κρατήσεις.
H εισβολή έρχεται σαν χιονοστιβάδα - κρίση την λένε - τα όνειρα σου θα σκεπάσει, μετανάστης στον τόπο σου θα καταντήσεις.
ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑ ΓΕΝΑΡΗΣ 2011.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου