ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΝΕΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ ΤΩΝ ΚΛΕΙΣΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΣΕ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
Η παρούσα έρευνα αποτελεί την τέταρτη κατά σειρά φάση της ερευνητικής πρωτοβουλίας που είχε ξεκινήσει η ΕΣΕΕ τον Αύγουστο του 2010, με στόχο να καταγράψει τα «λουκέτα» στην αγορά και επιπλέον να διερευνήσει εάν υπάρχει κάποια δυναμική σε αυτή τη διαδικασία ‐στο πλαίσιο της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας‐ με άλλα λόγια εάν η τάση αυτή παγιώνεται.
Η αρχική επιδίωξη ήταν η καταγραφή μέσω επιτόπιας έρευνας των κλειστών επιχειρήσεων στους κυριότερους εμπορικούς δρόμους των πόλεων της χώρας. Τα αποτελέσματα αυτής της καταγραφής σε πρώτη φάση δεν θα μπορούσαν να δώσουν μια πλήρη ερμηνεία του φαινομένου των «λουκέτων», αφού αυτό μπορεί να οφείλεται και σε άλλους παράγοντες. Ωστόσο, είναι φανερό πλέον ότι τα αποτελέσματα που προκύπτουν σε ένα βάθος χρόνου δύο ετών μπορούν να επιτρέψουν τη διατύπωση μιας σειράς διαπιστώσεων οι οποίες περιέχουν πλέον και ερμηνείες.
Στην έρευνα αυτή (Μάρτιος 2012) επιχειρήθηκε επιπλέον, με τη συμβολή κατάλληλων μεθόδων και εργαλείων της οικονομικής γεωγραφίας, η συστηματικότερη μελέτη των εμπορικών δρόμων με την χρήση μίας εναλλακτικής μεθοδολογίας που έχει ως βάση της την καταγραφή εμπορικών ζωνών ταυτόχρονα με την καταγραφή των εμπορικών δρόμων. πως έγινε αντιληπτό από τις προηγούμενες έρευνες, η παρατήρηση ενός εμπορικού δρόμου και η καταγραφή σε όλο το μήκος του, των κλειστών
επιχειρήσεων, ενδέχεται να υποεκτιμήσει την εμπορικότητά του. Αυτό ασφαλώς ισχύει για τους εμπορικούς δρόμους που παρουσιάζουν διαφορετικούς δείκτες εμπορικότητας, ενώ αντίθετα δεν ισχύει για εκείνους με υψηλή εμπορική πυκνότητα όπως για παράδειγμα η Ερμού.
Έτσι λοιπόν, σε αυτή τη φάση επιλέχτηκαν οι περιοχές του Αμαρουσίου, της Γλυφάδας και του Περιστερίου ως πιλοτικές περιοχές ώστε να διερευνηθούν σε επίπεδο εμπορικής ζώνης. Πρόκειται ακριβώς για περιοχές με υψηλή εμπορικότητα αλλά συγχρόνως με εμπορικούς δρόμους που εμφανίζουν διαφορετική εμπορική πυκνότητα. Επιπλέον, στην παρούσα έρευνα χαρτογραφηθήκαν στο σύνολό τους οι υπό εξέταση εμπορικοί δρόμοι, καθώς επίσης περιλαμβάνεται και η
συγκριτική τους απεικόνιση για όσους δρόμους υπήρχαν στοιχεία για το Μάρτιο του 2011.
Το γενικό συμπέρασμα είναι ιδιαίτερα δυσμενές, αφού η αναλογία των κλειστών επιχειρήσεων προς τις ανοιχτές κατέγραψε αύξηση σε σύγκριση με τον προηγούμενο χρόνο κατά 30%. Μπορεί να γίνει λόγος για «επιδημία λουκέτων» στην αγορά η οποία συνεχίζεται και αυξάνεται ως «μεταδοτική ασθένεια».
Μεταξύ των εμπορικών δρόμων υπάρχουν ορισμένοι στους οποίους διαπιστώνεται ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά συγκέντρωσης κλειστών επιχειρήσεων. Είναι ενδιαφέρον ότι πρόκειται για εμπορικούς δρόμους με διαφορετικά χαρακτηριστικά εμπορικής επιχειρηματικότητας (ύψος ενοικίων, τύπος εμπορίου κα.) που όμως αποτελούν παραδοσιακούς εμπορικούς δρόμους της Αθήνας και του Πειραιά.
Παρατηρείται μια μετακίνηση εμπορικών επιχειρήσεων από παρόδους σε κεντρικούς δρόμους των πόλεων. Η κίνηση αυτή ήταν αναμενόμενη λόγω μείωσης των ενοικίων και μεγάλης προσφοράς κενών καταστημάτων που βρίσκονται σε εμπορικότερα σημεία.
Μπορεί δηλαδή να καταγράφεται αύξηση του ποσοστού λουκέτων σε μια περιοχή αλλά ταυτόχρονα όσες επιχειρήσεις συνεχίζουν να λειτουργούν και ήταν εγκατεστημένες σε λιγότερο εμπορικούς δρόμους αποφασίζουν την «μετεγκατάστασή» τους με στόχο την αμεσότερη πρόσβαση στην πελατεία. Το τελευταίο, μπορεί να σημαίνει μείωση των κενών καταστημάτων σε συγκεκριμένους όμως δρόμους.
Η τάση η οποία είχε διαπιστωθεί στις προηγούμενες καταγραφές αναφορικά με την ένταση του προβλήματος στο κέντρο της Αθήνας, φαίνεται ότι επιβεβαιώνεται με τις πιο δυσοίωνες προβλέψεις για το μέλλον. Το κέντρο της Αθήνας συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό κλειστών επιχειρήσεων σε σύγκριση με όλες τις άλλες υπό εξέταση περιοχές. Προφανώς αυτή η εξέλιξη έχει προκληθεί και από διάφορους λόγους πέραν της οικονομικής κρίσης, όπως η αύξηση της εγκληματικότητας.
Σε πολλές περιπτώσεις υπάρχουν και μεγάλες επιχειρήσεις που διακόπτουν την δραστηριότητά τους. Επίσης, σε όλες τις περιπτώσεις καταγράφεται ως κοινό γνώρισμα μια τοπική συγκέντρωση των κλειστών επιχειρήσεων. Εκεί που κλείνει μια επιχείρηση κλείνουν και άλλες. Επιπλέον, οι στοές στο κέντρο της Αθήνας περιλαμβάνουν όχι μόνο κλειστές επιχειρήσεις αλλά επαγγελματικούς χώρους, οι οποίοι παραμένουν αναξιοποίητοι για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Σε πολλούς εμπορικούς δρόμους διαπιστώθηκε ότι οι κλειστές επιχειρήσεις αφορούν και άλλους κλάδους της οικονομίας, όπως μεταποίηση, καφετέριες, ανταλλακτικά αυτοκινήτων (ιδίως σε πιάτσες), υπηρεσίες κτλ. Μία τέτοια εξέλιξη έχει ως άμεσο αποτέλεσμα τη στρέβλωση της παραδοσιακής και σύγχρονης εικόνας μίας «αγοράς» σε όλες τις ανεπτυγμένες κοινωνίες. Η ερήμωση δρόμων από τέτοιους είδους επιχειρήσεις, οι οποίες είναι άμεσα συνυφασμένες με τη λειτουργία της τοπικής αγοράς, ακόμα κι αν το εμπόριο σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί και αντιστέκεται, είναι εύλογο ότι άμεσα θα φέρει αλυσιδωτές συνέπειες σε κάθε είδους καταστήματα. Σημαντικότερη συνέπεια αυτών, η ερήμωση του εμπορικού δρόμου, η διάσπαση της κοινωνικής συνοχής και η διαμόρφωση μιας νέας εικόνας για τα ιστορικά εμπορικά κέντρα.
Τα σχετικά χαμηλότερα ποσοστά κλειστών επιχειρήσεων που καταγράφονται στο στενό εμπορικό κομμάτι τόσο των εμπορικών δρόμων όσο και των εμπορικών ζωνών (Γλυφάδα, Μαρούσι, Περιστέρι) αποτυπώνει ορισμένες εξελίξεις στην εμπορική αγορά. Παρότι ο στενός εμπορικός πυρήνας προφανώς φαίνεται να επιβιώνει, τα ποσοστά αυτά δεν μας πληροφορούν για τις εσωτερικές ανακατατάξεις και τις απώλειες των επιχειρήσεων που έχουν πραγματοποιηθεί στο ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ των επαναληπτικών καταγραφών. Η έρευνα δίνει μια στατική εικόνα της αγοράς τη δεδομένη χρονική στιγμή της καταγραφής. Παρόλα αυτά, η διαχρονική επιδείνωση του φαινομένου που παρατηρείται ακόμα και σε αυτή την εικόνα, ιδίως στο κέντρο της Αθήνας όπου το εμπορικότερο κομμάτι δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένα μήκη των υπό εξέταση δρόμων, οδηγεί σε δυσοίωνες προβλέψεις για τις εμπορικές περιοχές.
Η μεγαλύτερη επιδείνωση των λουκέτων στο κέντρο της Αθήνας και του Πειραιά συγκριτικά με τις τοπικές αγορές ενδέχεται να συνδέεται με τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών και κατ’ επέκταση με τροποποίηση των καταναλωτικών συμπεριφορών. Η καταναλωτική συμπεριφορά προσανατολίζεται όλο και περισσότερο στην ικανοποίηση των άμεσων αναγκών με αποτελέσματα οι αγορές να είναι στοχευμένες και περιορισμένες ενώ παράλληλα αποσυνδέονται από την έννοια της «βόλτας» (ψυχαγωγία, φαγητό, καφέ κ.λπ), λόγω της οικονομικής αδυναμίας εκπλήρωσης αυτών των αναγκών. Όμως, αυτή η ψυχαγωγική διάσταση της διαδικασίας της κατανάλωσης αποτελεί και ένα από τα βασικά συγκριτικά πλεονεκτήματα του κέντρο έναντι των τοπικών αγορών.
Στο πλαίσιο αυτό και αν η παραπάνω υπόθεση εργασίας αποδειχτεί αληθής τότε η δράση των «Open Mall» την οποία η ΕΣΕΕ προωθεί για την ενίσχυση των εμπορικών κέντρων, θα λειτουργήσει προωθητικά συμβάλλοντας στην προσέλκυση των καταναλωτών στα εμπορικά κέντρα των πόλεων, αφού οι λοιπές ψυχαγωγικές δραστηριότητες θα γίνουν πιο προσβάσιμες για τον μέσο καταναλωτή (καλύτερες τιμές, συνεργασία επιχειρήσεων ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου