Η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου εκφράζει τον προβληματισμό της για την φετινή διαχείριση του μέτρου των αποδείξεων. Σε μια δύσκολη συγκυρία που κάθε Έλληνας πολίτης μετρά, στην κυριολεξία, και το τελευταίο ευρώ, η κυβέρνηση, διαμέσου του υπό κατάθεση νέου φορολογικού νομοσχεδίου, καθιστά την φοροαπαλλαγή από την συλλογή αποδείξεων έναν πραγματικό «δαίδαλο» δημιουργώντας ταυτόχρονα φορολογικά «παιδιά» και «αποπαίδια».
Συγκεκριμένα προβλέπεται η συνέχιση του καθεστώτος της συλλογής αποδείξεων για την εξασφάλιση σταθερής έκπτωσης φόρου των 1.950 ευρώ για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους. Οι φορολογούμενοι, δηλαδή, θα εξακολουθούν να ζητούν και να συλλέγουν αποδείξεις, η συνολική αξία των οποίων θα πρέπει να αντιστοιχεί στο 25% του εισοδήματός τους (πραγματικού ή τεκμαρτού) για να δικαιούνται την έκπτωση φόρου των 1.950 ευρώ που θα προβλέπεται με τη νέα φορολογική κλίμακα, ενώ όσοι δεν θα καταφέρουν να συγκεντρώσουν τις απαιτούμενες αποδείξεις θα έχουν ποινή φόρου 10% επί της διαφοράς μεταξύ της αξίας των αποδείξεων που θα έχουν μαζέψει και της αξίας των αποδείξεων που ισοδυναμεί με το 25% του μεγαλύτερου ποσού μεταξύ ετησίου δηλωθέντος ή ετησίου τεκμαρτού εισοδήματος.
Αντίθετα, για τα πραγματικά εισοδήματα των φυσικών προσώπων, τα οποία προέρχονται από ατομικές επιχειρήσεις ή από ελεύθερα επαγγέλματα, δεν προβλέπεται η δυνατότητα «χτισίματος» του αφορολόγητου ορίου μέσω της συλλογής αποδείξεων αλλά η πλήρης κατάργησή του και η υιοθέτηση ακόμη υψηλότερων φορολογικών συντελεστών. Οι εν λόγω διαφοροποιήσεις πρόκειται να επιφέρουν καίριο πλήγμα στα εισοδήματα εκατοντάδων χιλιάδων εμπόρων – ελεύθερων επαγγελματιών καθώς η φοροδοτική τους ικανότητα θα μειωθεί στο ελάχιστο.
Προκειμένου, λοιπόν, να ανακουφιστεί η συγκεκριμένη επαγγελματική ομάδα αλλά και να κατορθώσει τελικά το Κράτος να εισπράξει τα υπολογισθέντα έσοδα, θα ήταν πρέπον να δοθεί το κίνητρο στους ιδιοκτήτες ατομικών επιχειρήσεων αλλά και στους ελεύθερους επαγγελματίες, συλλογής αποδείξεων οι οποίες θα λειτουργούν αφαιρετικά από τα δηλωθέντα καθαρά τους κέρδη, έτσι ώστε να μειωθεί η συνολική φορολογική τους υποχρέωση, όπως ακριβώς ισχύει για την κατηγορία των μισθωτών και των συνταξιούχων. Παράλληλα, προκειμένου ο θεσμός της συλλογής αποδείξεων να γίνει περισσότερο ελκυστικός για τους Έλληνες φορολογούμενους, η ΕΣΕΕ προτείνει την εφαρμογή αυξημένου συντελεστή βαρύτητας για εκείνες τις αποδείξεις που θα εκδίδονται από συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες. Βασική θέση και πρόταση της ΕΣΕΕ, την οποία έχει επανειλημμένα εκφράσει σε όλους τους αρμόδιους φορείς, είναι ότι η έκδοση και συλλογή αποδείξεων να αποτελέσει τη βασική και κύρια φοροαπαλλαγή όλων των φορολογουμένων.
Είναι αναγκαίο το μέτρο των αποδείξεων να προσαρμοστεί στις ανάγκες του παρόντος και να μην διαπνέεται από στρεβλές αντιλήψεις για την φορολογική πολιτική. Υπενθυμίζουμε ότι σκοπός του ήταν η διαμόρφωση φορολογικής συνείδησης στους Έλληνες φορολογουμένους. Ας λειτουργήσει ως ένα επιπλέον κίνητρο για τους συνεπείς φορολογουμένους – μισθωτούς και επαγγελματίες – και όχι ως μια τιμωρητική πρακτική για συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες.
Συγκεκριμένα προβλέπεται η συνέχιση του καθεστώτος της συλλογής αποδείξεων για την εξασφάλιση σταθερής έκπτωσης φόρου των 1.950 ευρώ για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους. Οι φορολογούμενοι, δηλαδή, θα εξακολουθούν να ζητούν και να συλλέγουν αποδείξεις, η συνολική αξία των οποίων θα πρέπει να αντιστοιχεί στο 25% του εισοδήματός τους (πραγματικού ή τεκμαρτού) για να δικαιούνται την έκπτωση φόρου των 1.950 ευρώ που θα προβλέπεται με τη νέα φορολογική κλίμακα, ενώ όσοι δεν θα καταφέρουν να συγκεντρώσουν τις απαιτούμενες αποδείξεις θα έχουν ποινή φόρου 10% επί της διαφοράς μεταξύ της αξίας των αποδείξεων που θα έχουν μαζέψει και της αξίας των αποδείξεων που ισοδυναμεί με το 25% του μεγαλύτερου ποσού μεταξύ ετησίου δηλωθέντος ή ετησίου τεκμαρτού εισοδήματος.
Αντίθετα, για τα πραγματικά εισοδήματα των φυσικών προσώπων, τα οποία προέρχονται από ατομικές επιχειρήσεις ή από ελεύθερα επαγγέλματα, δεν προβλέπεται η δυνατότητα «χτισίματος» του αφορολόγητου ορίου μέσω της συλλογής αποδείξεων αλλά η πλήρης κατάργησή του και η υιοθέτηση ακόμη υψηλότερων φορολογικών συντελεστών. Οι εν λόγω διαφοροποιήσεις πρόκειται να επιφέρουν καίριο πλήγμα στα εισοδήματα εκατοντάδων χιλιάδων εμπόρων – ελεύθερων επαγγελματιών καθώς η φοροδοτική τους ικανότητα θα μειωθεί στο ελάχιστο.
Προκειμένου, λοιπόν, να ανακουφιστεί η συγκεκριμένη επαγγελματική ομάδα αλλά και να κατορθώσει τελικά το Κράτος να εισπράξει τα υπολογισθέντα έσοδα, θα ήταν πρέπον να δοθεί το κίνητρο στους ιδιοκτήτες ατομικών επιχειρήσεων αλλά και στους ελεύθερους επαγγελματίες, συλλογής αποδείξεων οι οποίες θα λειτουργούν αφαιρετικά από τα δηλωθέντα καθαρά τους κέρδη, έτσι ώστε να μειωθεί η συνολική φορολογική τους υποχρέωση, όπως ακριβώς ισχύει για την κατηγορία των μισθωτών και των συνταξιούχων. Παράλληλα, προκειμένου ο θεσμός της συλλογής αποδείξεων να γίνει περισσότερο ελκυστικός για τους Έλληνες φορολογούμενους, η ΕΣΕΕ προτείνει την εφαρμογή αυξημένου συντελεστή βαρύτητας για εκείνες τις αποδείξεις που θα εκδίδονται από συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες. Βασική θέση και πρόταση της ΕΣΕΕ, την οποία έχει επανειλημμένα εκφράσει σε όλους τους αρμόδιους φορείς, είναι ότι η έκδοση και συλλογή αποδείξεων να αποτελέσει τη βασική και κύρια φοροαπαλλαγή όλων των φορολογουμένων.
Είναι αναγκαίο το μέτρο των αποδείξεων να προσαρμοστεί στις ανάγκες του παρόντος και να μην διαπνέεται από στρεβλές αντιλήψεις για την φορολογική πολιτική. Υπενθυμίζουμε ότι σκοπός του ήταν η διαμόρφωση φορολογικής συνείδησης στους Έλληνες φορολογουμένους. Ας λειτουργήσει ως ένα επιπλέον κίνητρο για τους συνεπείς φορολογουμένους – μισθωτούς και επαγγελματίες – και όχι ως μια τιμωρητική πρακτική για συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου