Παρατηρήσεις ΙΝΕΜΥ – ΕΣΕΕ και ΙΜΕ - ΓΣΕΒΕΕ στη μελέτη της McKinsey & Company «Η Ελλάδα 10 χρόνια μπροστά»

Η μελέτη της McKinsey & Company «Η Ελλάδα 10 χρόνια μπροστά» συμβάλλει στο να παρουσιαστούν με κωδικοποιημένο τρόπο θέσεις που έχουν κατατεθεί τα τελευταία 7 χρόνια από διάφορους παραγωγικούς φορείς. Η συνεργασία των Ινστιτούτων των τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, ΙΝΕΜΥ ΕΣΕΕ) με την εταιρία αφορούσε μόνο στη μελέτη για τον κλάδο του λιανικού εμπορίου και όχι στους υπόλοιπους τομείς. Η εκάστοτε παραγωγική δραστηριότητα, ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρείται ως περιχαρακωμένη από τις υπόλοιπες και να αναλύεται σε ξεχωριστά «κουτάκια». Για παράδειγμα, ο τουρισμός αποτελεί έναν ενιαίο κλάδο που καλύπτει πολλές δραστηριότητες (διαμονή, εστίαση, εμπόριο, μεταφορές κ.α.) και ως τέτοιος πρέπει να αντιμετωπιστεί. Ως εκ τούτου, θεωρούμε ότι η συνεργασία με τα Ινστιτούτα της ΓΣΕΒΕΕ και της ΕΣΕΕ έπρεπε να αναζητηθεί από την McKinsey για όλους τους τομείς ανάλυσης. Δυστυχώς, και αυτό είναι κάτι που επισημάναμε από την πρώτη στιγμή, η έρευνα τείνει να «στιγματίζει» τις μικρές επιχειρήσεις ως μία από τις βασικότερες αιτίες για το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Τη στιγμή, μάλιστα, που, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αποτελούν την παραγωγική «μηχανή» δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και τη βάση της αναπτυξιακής πυραμίδας στην ΕΕ. Η αναπαραγωγή του στερεότυπου ότι οι Μμε επιχειρήσεις είναι «αντιπαραγωγικές», πέραν του ότι βασίζεται σε λανθασμένους υπολογισμούς, φανερώνει και μία δογματική προσήλωση σε μία συγκεκριμένη αναπτυξιακή «συνταγή», η οποία μπορεί να ήταν ενδεδειγμένη για άλλες χώρες και άλλες κοινωνίες αλλά αναντίστοιχη προς τις ελληνικές ιδιαιτερότητες.
Σε σχέση με τον κατακερματισμό της παραγωγικής δραστηριότητας, που θεωρείται ως μια από τις βασικές αιτίες για τη χαμηλή παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας, θα πρέπει να τονιστεί ότι οι δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας είναι αυτές που έχουν οδηγήσει σε ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό επιχειρηματικότητας ανάγκης – άνω του 20%. Η εξάλειψη του φαινομένου αυτού και η σύγκλιση με το μέσο όρο της ΕΕ δεν μπορεί να επιτευχθεί με «διατάγματα» και με παρεμβάσεις που στοχεύουν στον άμεσο περιορισμό του αριθμού αυτών των επιχειρήσεων. Η επιχειρηματικότητα ανάγκης μειώνεται όταν αναπτύσσονται δυναμικοί κλάδοι της οικονομίας, δημιουργώντας θέσεις απασχόλησης για ένα εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, το οποίο σήμερα ελλείψει ευκαιριών καταφεύγει στο άνοιγμα μιας επιχείρησης για βιοποριστικούς λόγους. Χρειάζεται, επίσης, η ανάπτυξη να λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα πλουραλιστικό, ανταγωνιστικό περιβάλλον, καθώς όσο δημιουργούνται συνθήκες υπερσυγκέντρωσης της οικονομίας, τόσο θα μεγαλώνει η δεξαμενή των ανέργων και εκείνων που απευθύνονται στην επιχειρηματικότητα ανάγκης. Και ναι μεν θα έχουμε βελτίωση ορισμένων δεικτών αλλά με ταυτόχρονη τη μεγέθυνση της δεξαμενής των ανέργων. Είναι, επίσης, χαρακτηριστικές οι επισημάνσεις διεθνών οργανισμών ότι εκτός από τον κατακερματισμό της επιχειρηματικότητας σε μικρή κλίμακα, μεγάλο δομικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι και η ολιγοπώλησή της. Και σε αυτό δεν υπάρχουν επαρκείς απαντήσεις στη μελέτη της McKinsey

Σε ανάλογες μελέτες που θέλουν να αντιμετωπίζουν την οικονομία ως σύνολο και όχι ως μια αποκλειστική δραστηριότητα για ορισμένους, κεντρικό ρόλο έχει το ζήτημα της μείωσης της ανεργίας μέσα από την ανάπτυξη καθώς και το πώς διανέμεται ισόρροπα το προϊόν της ανάπτυξης. Διότι μπορεί να παρατηρείται αύξηση των οικονομικών μεγεθών, αλλά την ίδια στιγμή να υφίσταται μεγάλη ανεργία και οικονομικές ανισότητες, γεγονός που δεν συνάδει με το ευρωπαϊκό οικονομικό - κοινωνικό μοντέλο. Επομένως, το ερώτημα του τι είδους ανάπτυξη θέλουμε, με επίκεντρο την ποιότητα και δευτερευόντως την ποσότητα, παραμένει ακόμα καθώς δεν φαίνεται να απαντάται από τη συγκεκριμένη μελέτη.

Ειδικότερα, για το Λιανικό Εμπόριο:
Διαπιστώνεται ότι τα τελικά ευρήματα της McKinsey αποκλίνουν σημαντικά από τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία. Για το σκοπό αυτό επιχειρήθηκε μια επαναπροσέγγιση των ίδιων δεικτών και δυστυχώς προκύπτει ότι η εν λόγω έρευνα έχει σημαντικές αστοχίες. Αστοχίες οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε λάθος προτάσεις πολιτικής για έναν κλάδο της οικονομίας με σημαντικό ειδικό βάρος.
Επιπλέον, θα μπορούσαμε εύλογα να υποθέσουμε ότι αντίστοιχα προβλήματα εγείρονται και για τα υπόλοιπα τμήματα της μελέτης. Σε γενικές γραμμές, στους περισσότερους πίνακες που χρησιμοποιεί η McKinsey για να δείξει τα προβλήματα του κλάδου και την υστέρησή του σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, παρατίθενται πολλαπλές πηγές, πολλές από τις οποίες δεν είναι επίσημες. Το πρώτο πρόβλημα αφορά στη μεθοδολογία της σύνθεσης των στοιχείων από διαφορετικές πηγές – σε πολλές περιπτώσεις αυτό δεν είναι δυνατό. Το δεύτερο πρόβλημα έχει να κάνει με την αδυναμία ελέγχου της ορθότητας των παρεχόμενων στοιχείων, τη στιγμή μάλιστα που απουσιάζει η μεθοδολογία σύνθεσης. Μόνο η αξιοπιστία της εταιρίας μένει ως εχέγγυο για την ορθότητα των στοιχείων.
Πρώτον, η εταιρεία McKinsey χρησιμοποίησε στοιχεία για ένα και μόνο έτος (2007) και εξήγαγε συμπεράσματα για την κατάσταση και το μέλλον του λιανεμπορίου. Δεύτερον, εάν γίνει αντιπαραβολή των αποτελεσμάτων της McKinsey με στοιχεία από τη Eurostat για παλαιότερα έτη π.χ. 2000, τα αποτελέσματα έφερναν την Ελλάδα σε καλύτερη θέση (κοντά στο μέσο όρο) αλλά δυστυχώς η σειρά υπόφερε από έλλειψη στοιχείων για κάποιες χώρες, γεγονός που καθιστούσε αμφίβολη την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων.
Για το σκοπό αυτό επιχειρήθηκε να επανυπολογιστούν οι δείκτες βασιζόμενοι στα ίδια δεδομένα και βεβαίως σε βάθος χρόνου. Σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία της Eurostat αναφορικά με την Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ), πηγή στην οποία η εταιρεία Mc Kinsey αναφέρεται, η θέση της Ελλάδος η οποία προκύπτει σύμφωνα με την παρακάτω επεξεργασία είναι σαφώς πολύ καλύτερη απ’ ότι παρουσιάζεται από την εν λόγω εταιρεία.
Όπως προκύπτει, αποδεικνύεται ότι παρά την εμφανή επιδείνωση της θέσης της χώρας το 2007, οι επιδόσεις της τα προηγούμενα χρόνια ήταν αρκετά καλύτερες. Συγκεκριμένα, για το έτος 2007 η ΑΠΑ ανά τετραγωνικό μέτρο επιχείρησης που δραστηριοποιείται στο λιανεμπόριο υπερβαίνει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά 18% περίπου, αντί της υστέρησης κατά 33% όπως υποστηρίζει η McKinsey. Σε γενικές γραμμές, για το ελληνικό λιανεμπόριο και για την περίοδο 2000-2007 η ΑΠΑ σε όρους τετραγωνικών μέτρων υπερέβαινε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά 16% ενώ η ΑΠΑ ανά εργαζόμενο υστερούσε κατά 9% περίπου. Η εικόνα αυτή, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται αλλά και οι πηγές στατιστικών δεδομένων δεν έχουν μεταβληθεί, εγείρουν σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την αξιοπιστία της συγκεκριμένης έρευνας.

Σύμφωνα με τα παραπάνω μπορούμε να καταλήξουμε στις παρακάτω παρατηρήσεις:
1. Η μελέτη της εταιρείας McKinsey & Company υποστηρίζει ξεκάθαρα ότι η παραγωγικότητα του ελληνικού λιανεμπορίου πριν την κρίση υστερούσε κατά 35% περίπου του ευρωπαϊκού μέσου όρου, βασιζόμενη σε σύγκριση του λιανεμπορίου με τα αντίστοιχα επιλεγμένων ευρωπαϊκών χωρών, σε ένα μόνο έτος (2007). Στην οικονομική επιστήμη συνηθίζεται, πριν την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, να εξετάζονται οι παράμετροι δυναμικά, χρησιμοποιώντας όλη τη διαθέσιμη πληροφορία και όχι μόνο ένα έτος. Διότι έτσι, θα ήταν δυνατόν ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας του λιανικού εμπορίου να ήταν μεγαλύτερος στη χώρα μας. σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, διαφοροποιώντας με αυτόν τον τρόπο άρδην τα συμπεράσματα ενώ θα διαφαινόταν αν έχει υπάρξει σύγκλιση/απόκλιση σε σχέση με την παραγωγικότητα του κλάδου στην ΕΕ-27.Θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον να βλέπαμε την κατάσταση στο λιανεμπόριο από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, ή από τη χρονιά για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Επιπρόσθετα, Θα έπρεπε, επίσης, να εξεταστεί η παραγωγικότητα για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας με την αντίστοιχη στις άλλες χώρες της ΕΕ. για να διαπιστωθούν έτσι οι επιδόσεις της παραγωγικότητας του κλάδου του λιανικού εμπορίου σε σχέση με άλλους κλάδους της οικονομίας.

2. Σε όλη την έκτασή της η μελέτη της McKinsey & Company αναφέρεται ρητά ότι το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων συνεπάγεται αυτομάτως χαμηλότερο επίπεδο οργάνωσης και λιγότερο επαρκή λειτουργία, συγκριτικά με τo μεγαλύτερο. Η οικονομική επιστήμη δεν έχει αποφανθεί τελικά αν το μεγάλο μέγεθος μιας επιχείρησης εγγυάται τη βιωσιμότητα και την κερδοφορία της. Αντίθετα, η βιβλιογραφία είναι γεμάτη από αναφορές όπου οι μικρές επιχειρήσεις ξεπερνούν τις μεγάλες σε βαθμό καινοτομίας (Acs and Audretsch 1990), ή εξαιτίας της δεδομένης ευελιξία τους είναι καλύτερα οργανωμένες να ανταποκριθούν στις μεταβαλλόμενες δομές των αγορών και των προτιμήσεων των καταναλωτών (Carlsson 1989, Utterback 1994).

3. Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί το ζήτημα της επιλογή της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας ως κριτηρίου για την παραγωγικότητα του λιανικού εμπορίου. Και αυτό διότι η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία δεν αποτελεί ανεξάρτητο μέγεθος αλλά εξ ορισμού είναι η διαφορά μεταξύ κύκλου εργασιών και ενδιάμεσης κατανάλωσης (κόστος πωληθέντων). Θα έπρεπε έτσι να υπάρχει μια ξεχωριστή ανάλυση των δύο αυτών μεγεθών στην ελληνική οικονομία. Για παράδειγμα, ο κύκλος εργασιών επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες όπως το διαθέσιμο εισόδημα και το μέγεθος της αγοράς. Το ίδιο συμβαίνει και με την ενδιάμεση κατανάλωση. Αν π.χ. το μεγαλύτερο τμήμα των προϊόντων που διατίθενται από τις επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου είναι εισαγόμενα, τότε η τιμή των εισαγωγών καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία – πέραν των υπολοίπων παραγόντων του κόστους των επιχειρήσεων.
Με βάση τα παραπάνω, η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ανά επιχείρηση αποτελεί, επίσης, συνάρτηση και της ίδιας της δομής της αγοράς λιανικού εμπορίου. Για να γίνει αυτό πιο σαφές, έστω ότι η παραγωγικότητα του λιανικού εμπορίου στη χώρα μας είναι πράγματι χαμηλή. Οι επιχειρήσεις, όμως, δεν είναι όλες ίδιες. Αν ο βαθμός συγκέντρωσης στην αγορά είναι υψηλός, αυτό σημαίνει ότι λίγες επιχειρήσεις κατέχουν το σημαντικότερο μερίδιο της αγοράς. Οι υπόλοιπες – πολλές στον αριθμό – μικρές επιχειρήσεις αποσπούν μικρότερο μέρος του κύκλου εργασιών, με συνέπεια μια δομικά χαμηλότερη ακαθάριστη προστιθέμενη αξία (ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι οι μικρές επιχειρήσεις έχουν σχετικά υψηλότερη ενδιάμεση κατανάλωση). Το ενδεχόμενο αυτό δεν έχει διερευνηθεί στη μελέτη της McKinsey.

4. Επιπρόσθετα, η μελέτη της McKinsey δεν έχει λάβει υπόψη της την επίδραση που θα μπορούσε να έχει στη διαμόρφωση των παραπάνω δεικτών η παραοικονομία, γεγονός το οποίο αφενός θα αντικατόπτριζε μία εικόνα της χώρας μας πιο κοντά στην πραγματικότητα και αφετέρου θα ενίσχυε σημαντικά τη θέση της χώρας στο διεθνές τοπίο. Η παραοικονομία στην Ελλάδα υπερβαίνει εκείνη των υπόλοιπων αναπτυγμένων κρατών κατά 10% με 20% του ΑΕΠ (Schneider et al 2010, Τάτσος 2001).

5. Προβληματισμό δημιουργούν διάφορες παρατηρήσεις της μελέτης σχετικά με τους βασικούς παράγοντες που ευθύνονται για το χάσμα παραγωγικότητας μεταξύ Ελλάδας – ΕΕ. Ειδικότερα, στη μελέτη της McKinsey αναφέρονται περιορισμοί στην ίδρυση νέων καταστημάτων και την πώληση σειράς προϊόντων. Για την ίδρυση νέων καταστημάτων λιανικού εμπορίου δεν υπάρχει μια ιδιαίτερα χρονοβόρα διαδικασία, ούτε ειδικές απαιτήσεις όπως συμβαίνει σε άλλους κλάδους (περιβαλλοντική αδειοδότηση κλπ). Ήδη έχουν καταργηθεί οι περισσότερες απαιτήσεις του Ν. 3377/2005 (επιπτώσεις στον ανταγωνισμό κλπ) και έχουν παραμείνει μόνο οι απαιτήσεις που αφορούν περιβαλλοντικά και χωροταξικά ζητήματα. Θα είχε ενδιαφέρον να πληροφορηθούμε αν τα περιβαλλοντικά και χωροταξικά κριτήρια για τις μεγάλες εμπορικές επιφάνειες – πλην Αθήνας & Θεσσαλονίκης που ήδη εξαιρούνται – θεωρούνται από τη McKinsey ως περιορισμοί που πρέπει να καταργηθούν. Οι υπόλοιποι περιορισμοί που αναφέρονται (έλλειψη ολοκληρωμένου χωροταξικού σχεδιασμού, αργή διαδικασία απονομής δικαιοσύνης) αφορούν το σύνολο της επιχειρηματικής δραστηριότητας και δεν περιορίζονται μόνο στο λιανικό εμπόριο. Αξίζει φυσικά να αναφερθεί ότι η McKinsey ασχολείται στο κομμάτι αυτό μόνο με τις μεγάλες εμπορικές επιφάνειες.

6. Ένα άλλο σημείο το οποίο χρήζει διερεύνησης είναι η πρόταση της McKinsey & Company για άρση των περιορισμών στην πώληση συγκεκριμένων κατηγοριών προϊόντων όπως φρεσκοζυμωμένο ψωμί, τύπος, φάρμακα κλπ ως μέτρο ικανό που θα επιφέρει αύξηση των εσόδων του λιανεμπορίου, τόνωση της απασχόλησης και των φορολογικών εσόδων. Η κοινή οικονομική λογική υπαγορεύει πως τέτοια αποτελέσματα επιτυγχάνονται καλύτερα με την αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος παρά με τη χορήγηση επιπλέον αδειών πώλησης. Και αυτό διότι η κατανάλωση, άρα και ο τζίρος του λιανεμπορίου, είναι αδύνατο να αυξάνεται όταν το διαθέσιμο εισόδημα μειώνεται ή έστω όταν παραμένει σταθερό, μόνο και μόνο εξαιτίας της ύπαρξης επιπλέον μεγάλων επιχειρήσεων λιανικής.

7. Η μελέτη τονίζει με έμφαση την υψηλή προστασία που απολαμβάνουν οι εργαζόμενοι στον τομέα λιανικής στην Ελλάδα, υπογραμμίζοντας σε πολλά σημεία τα ευεργετικά αποτελέσματα που θα είχε για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της απασχόλησης η υιοθέτηση ευέλικτων μορφών εργασίας. Και πάλι όμως δεν φαίνεται να λαμβάνουν υπόψη τη διεθνή επιστημονική έρευνα (Storm and Naastepad 2007, Agel 1999, Michie and Sheehan 2003 κ.ά) η οποία έχει σοβαρές ενστάσεις κατά πόσο τέτοιες πρακτικές συμβάλλουν αφενός στην οικονομική ανάπτυξη μακροχρόνια και αφετέρου ενισχύουν τον τζίρο.

8. Η ίδια η μελέτη παραδέχεται πως η υιοθέτηση των εργασιακών μέτρων που προτείνει θα οδηγήσει βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα στη μείωση της απασχόλησης στον τομέα της λιανικής ενώ μακροπρόθεσμα, υποστηρίζει, πως άλλοι αναπτυσσόμενοι τομείς θα απορροφήσουν το επιπλέον εργατικό δυναμικό. Μία οικονομία όμως όπως η ελληνική, που βρίσκεται σε εξαιρετικά βαθιά ύφεση, με τη δηλωμένη ανεργία να καλπάζει στο 16,6% για το μήνα Μάιο 2011 και την ανάκαμψη να μη φαίνεται πουθενά στον ορίζοντα, καθιστά τα μέτρα για την εργασία που προτείνει η McKinsey πρακτικώς ανεφάρμοστα.

9. Τέλος, ακόμα και αν γίνει πλήρως αποδεκτή η μεθοδολογία της μελέτης και η αποτύπωση της εικόνας του λιανικού εμπορίου στη χώρα μας, αναδεικνύονται πολλές αντιφάσεις στο επίπεδο των προτάσεων πολιτικής, στις οποίες καταλήγει η εταιρία.

Κατ’ αρχάς, απουσιάζει οποιαδήποτε επιστημονική ανάλυση σε σχέση με την μελλοντική εξέλιξη της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας στον κλάδο. Είναι, ωστόσο, κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι ο κύκλος εργασιών στο λιανικό εμπόριο θα βαίνει μειούμενος τα επόμενα χρόνια, ανεξάρτητα από τις επιμέρους ρυθμίσεις στον κλάδο και τον (όποιο) εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τις επίσημες προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015, η ιδιωτική κατανάλωση θα συνεχίσει να εμφανίζει αρνητικούς ρυθμούς μέχρι και το 2012 – χωρίς να έχει ληφθεί υπόψη η επιδείνωση της ύφεσης. Η κατάσταση είναι ακόμα πιο δυσοίωνη αν ληφθεί υπόψη η μείωση που παρατηρείται ανά έτος στο Καθαρό Εθνικό Διαθέσιμο Εισόδημα, που καθορίζει και την ιδιωτική κατανάλωση. Συνεπώς, ανεξάρτητα από το μέτρο της παραγωγικότητας (ακαθάριστη προστιθέμενη αξία προς ώρες εργασίας / τετραγωνικά μέτρα) ο αριθμητής του κλάσματος θα μειώνεται κατά τα επόμενα χρόνια. Μόνο αν μειωθεί το κόστος (ενδιάμεση κατανάλωση) περισσότερο από τη μείωση του τζίρου θα έχουμε αύξηση της προστιθέμενης αξίας, αλλά αυτό μάλλον είναι αδύνατο.
Θα μπορούσε, βέβαια, να υποστηριχτεί ότι η μείωση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας στο λιανικό εμπόριο θα είναι βραχυπρόθεσμη καθώς από το 2013 και έπειτα θα επανέλθουμε σε θετικούς ρυθμούς αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης. Ωστόσο, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής αποσκοπεί, εκτός των άλλων, και στην λεγομένη αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου της ελληνικής οικονομίας, με τη μετατόπιση από την ιδιωτική κατανάλωση προς τις εξαγωγές. Με άλλα λόγια, αποτελεί διακηρυγμένο στόχο – και στη μελέτη της McKinsey - η σταθερή μείωση του μεριδίου της ιδιωτικής κατανάλωσης, η οποία καθορίζει και τον κύκλο εργασιών του λιανικού εμπορίου.

Με βάση τα παραπάνω, οι προτάσεις πολιτικής της McKinsey είναι αντιφατικές διότι:
Οποιαδήποτε αύξηση στην επιφάνεια των εμπορικών καταστημάτων, θα οδηγήσει σε μείωση της παραγωγικότητας (ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ανά τετραγωνικό μέτρο). Είναι απορίας άξιο γιατί η εταιρία προτείνει στην κυβέρνηση να καθορίσει νέες εμπορικές ζώνες. Στο σημείο αυτό, μάλιστα, αναδεικνύεται και ένα επιπλέον πρόβλημα. Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, η αρμοδιότητα αυτή ανήκει κυρίως στους Δήμους. Το μοναδικό εργαλείο που έχει η Κυβέρνηση στη διάθεσή της για να καθορίσει η ίδια εμπορικές ζώνες είναι το θεσμικό πλαίσιο για τις στρατηγικές επενδύσεις (Fast Track). Αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με μεγάλες επενδύσεις, δηλαδή πολυκαταστήματα και εμπορικά κέντρα. Επομένως, είτε η εταιρία δεν γνωρίζει την ισχύουσα νομοθεσία (πράγμα μάλλον απίθανο) είτε προτείνει την προώθηση συγκεκριμένων μορφών επιχειρήσεων λιανικού εμπορίου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον ανταγωνισμό.
Τίθεται, τέλος και ένα ζήτημα επί της αρχής σε σχέση με τον κλάδο του λιανικού εμπορίου. Ο κλάδος αυτός δεν μπορεί – πλην ελαχίστων και αμελητέων εξαιρέσεων – να συμπεριληφθεί στους διεθνώς εμπορεύσιμους. Υπό αυτή την έννοια, δεν έχει ιδιαίτερο νόημα η σύγκριση της παραγωγικότητάς του ανάμεσα στην ελληνική και τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες. Αυτό που θα πρέπει να απασχολεί την κυβέρνηση είναι το κατά πόσο οι επιχειρήσεις του κλάδου επιτελούν το ρόλο τους. Αυτός δεν είναι άλλος από την εύκολη πρόσβαση και επαρκή διάθεση προϊόντων στους καταναλωτές, σε λογικές τιμές, με τήρηση των όρων υγιεινής και ασφάλειας. Θα ήταν ίσως σκόπιμο να διεξαχθεί μια μεγάλη έρευνα σε καταναλωτές προκειμένου να εντοπιστούν τα ενδεχόμενα προβλήματα

Σύνοψη
Σκοπός της παρούσης κριτικής ανασκόπησης ήταν να αναδειχθούν κάποια από τα αδύνατα σημεία της μελέτης της McKinsey & Company. Η εξέταση των δεδομένων για το λιανεμπόριο σε εγχώριο αλλά και ευρωπαϊκό επίπεδο σε ένα και μόνο έτος είναι στατική, δεν μας πληροφορεί για το πώς διακυμάνθηκε η ΑΠΑ τα τελευταία χρόνια και συνεπώς δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρίσει έναν ολόκληρο τομέα και να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα.
Επίσης, η εμμονή ότι το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων τις καθιστά αυτομάτως και λιγότερο αποδοτικές δε φαίνεται να αποτελεί κοινώς αποδεκτή θέση στη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία, αλλά μικρές και μεγάλες αντιμετωπίζουν προβλήματα και αντιπαραβάλλουν πλεονεκτήματα. Παράλληλα, η χρήση των αριθμών δεν λέει πάντα την αλήθεια, ιδιαίτερα όταν οι χώρες που διαμορφώνουν τον «ευρωπαϊκό μέσο όρο» έχουν επιλεχθεί χωρίς να έχουν σταθμιστεί με κάποιο συγκεκριμένο κριτήριο όπως το μέγεθος του πληθυσμού ή τα διαμορφωμένα καταναλωτικά πρότυπα ή όταν δεν έχει ληφθεί καθόλου υπόψη το μέγεθος της παραοικονομίας. Από την άλλη πλευρά βέβαια, αυτό σε καμία περίπτωση δε σημαίνει πως η παραγωγικότητα του λιανεμπορίου στην Ελλάδα δε χρήζει βελτίωσης.
Κρίνεται επίσης σκόπιμο να τονιστεί πως αν δεν ενισχυθεί το επίπεδο του διαθέσιμου εισοδήματος, δεν είναι δυνατόν να αυξηθούν τα έσοδα της λιανικής, ιδιαίτερα όταν η εξαιρετικά δυσμενής οικονομική συγκυρία έχει διαμορφώσει τις προσδοκίες των καταναλωτών στο χειρότερο επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών. Επιπλέον, η υιοθέτηση πρακτικών ευέλικτης εργασίας ως μέτρο για την τόνωση του τζίρου των επιχειρήσεων και της απασχόλησης είναι βέβαιο πως επιφέρει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα, θυσία μάλλον μεγάλη για να αντισταθμιστεί από μία αμφίβολη αύξηση της παραγωγικότητας.
Τέλος, η συγκεκριμένη μελέτη δίνει την εντύπωση ότι επιθυμεί να προωθήσει στην Ελλάδα μεγάλα καταστήματα λιανικής όταν στη χώρα μας, στην παρούσα τουλάχιστον συγκυρία, δεν φαίνεται να συντρέχουν ούτε οι οικονομικές και ούτε βέβαια οι κλιματολογικές συνθήκες που θα δικαιολογούσαν μία τέτοια πρωτοβουλία. Αντίθετα, λόγοι χωροταξικοί-οικιστικοί καθώς και οικολογικοί αλλά και αισθητικοί μάλλον μας απωθούν από τη δημιουργία τεράστιων καταστημάτων. Και ας μην ξεχνάμε πως τα κεφάλαια που χρηματοδοτούν τέτοια έργα διαγράφουν την «πορεία του χελιδονιού» μεταναστεύοντας κάθε φορά που οικονομική συγκυρία δεν είναι η κατάλληλη ενώ οι μικρές επιχειρήσεις (εμπορικές, μεταποιητικές, τουριστικές) είναι εδώ και μένουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: